κεδροχαρής

Revision as of 10:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές, (χαίρω)

   A rejoicing in cedar, Man.4.191.

German (Pape)

[Seite 1411] ές, sich über Cedern freuend, Man. 4, 191.

Greek (Liddell-Scott)

κεδροχᾰρής: -ές, (χαίρω) χαίρων ἐπὶ τῇ κέδρῳ, Μανέθ. 4. 191.

Greek Monolingual

κεδροχαρής, -ές (Α)
αυτός που χαίρεται να κατεργάζεται το ξύλο του κέδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + -χαρής (< θ. χαρ-, πρβλ. ε-χάρ-ην, αόρ. του χαίρω), πρβλ. αιμο-χαρής, δακρυ-χαρής].