κόπτρα

Revision as of 10:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τά,

   A wages for cutting, ἀράκου PLond.3.1171 (i B. C.), cf. PLips.106.7 (i A. D.).

Greek Monolingual

κόπτρα, τὰ (Α)
κόπτω
η αμοιβή για το κοπάνισμα του σιταριού με την κοπτούρα.