μεταδιατάσσω

Revision as of 10:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A alter ordinances, OGI383.196 (Nemrud Dagh, i B. C.).    II transfer an obligation, POxy.899.32 (ii/iii A. D.).

Greek Monolingual

μεταδιατάσσω (Α)
1. μεταβάλλω τις αποφάσεις, τις διαταγές
2. μεταβιβάζω σε κάποιον την υποχρέωση ή το δικαίωμα της καλλιέργειας δημόσιας γης·