μεταδιατάσσω

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδιατάσσω Medium diacritics: μεταδιατάσσω Low diacritics: μεταδιατάσσω Capitals: ΜΕΤΑΔΙΑΤΑΣΣΩ
Transliteration A: metadiatássō Transliteration B: metadiatassō Transliteration C: metadiatasso Beta Code: metadiata/ssw

English (LSJ)

A alter ordinances, OGI383.196 (Nemrud Dagh, i B. C.).
II transfer an obligation, POxy.899.32 (ii/iii A. D.).

Greek Monolingual

μεταδιατάσσω (Α)
1. μεταβάλλω τις αποφάσεις, τις διαταγές
2. μεταβιβάζω σε κάποιον την υποχρέωση ή το δικαίωμα της καλλιέργειας δημόσιας γης·