μελάμψωρος

Revision as of 11:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A with black spots, ἵπποι PWis.16 in Aegyptus9.244 (ii A. D.).

Greek Monolingual

μελάμψωρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρες κηλίδες, μαύρα στίγματα («μελάμψωροι ἵπποι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -ψωρος (< ψώρα), πρβλ. λιμό-ψωρος].