μελάμψωρος

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάμψωρος Medium diacritics: μελάμψωρος Low diacritics: μελάμψωρος Capitals: ΜΕΛΑΜΨΩΡΟΣ
Transliteration A: melámpsōros Transliteration B: melampsōros Transliteration C: melampsoros Beta Code: mela/mywros

English (LSJ)

μελάμψωρον, with black spots, ἵπποι PWis.16 in Aegyptus9.244 (ii A. D.).

Greek Monolingual

μελάμψωρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρες κηλίδες, μαύρα στίγματα («μελάμψωροι ἵπποι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -ψωρος (< ψώρα), πρβλ. λιμόψωρος].