μηχανοποιός

Revision as of 11:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of engines or machines, engineer, Pl.Grg.512b, X.Cyr.6.1.22, Ostr.Bodl. i 304 (ii B. C.), Sallust.8.    2 machinist of the theatre, Ar.Pax 174, Fr. 188.    3 metaph., μ. τῆς ὅλης ὑποθέσεως Jul.Or.2.59b.    II Adj. μ. πλῆθος multitude of siege-engines, Memn.37.

German (Pape)

[Seite 181] Maschinen verfertigend; Ar. Pax 174; Plat. Gorg. 512 b; Xen. Cyr. 6, 1, 22 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων μηχανὰς πολεμικάς, Πλάτ. Γοργ. 512Β, ξεν. Κύρ. 1, 22 κτλ.· ὁ μηχανικὸς τοῦ θεάτρου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 174, πρβλ. Ἀποσπ. 234.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui fabrique des machines de guerre, ingénieur.
Étymologie: μηχανή, ποιέω.

Greek Monolingual

ο (Α μηχανοποιός)
νεοελλ.
αυτός που κατασκευάζει μηχανές, ο μηχανουργός
αρχ.
1. αυτός που κατασκευάζει πολεμικές μηχανές
2. ο μηχανικός του θεάτρου
3. μτφ. δράστης ή αίτιος μιας κατάστασης από δική του επίνοια και ενέργεια
4. φρ. «μηχανοποιὸν πλῆθος» — πλήθος πολιορκητικών μηχανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -ποιός].

Greek Monotonic

μηχᾰνοποιός: ὁ (ποιέω), μηχανικός, κατασκευαστής πολεμικών μηχανών, σε Πλάτ., Ξεν.· μηχανικός θεάτρου (χειριστής θεατρικών μηχανημάτων), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μηχᾰνοποιός:
1) механик, инженер Plat., Xen., Plut.;
2) (театральный) машинист Arph.

Middle Liddell

μηχᾰνο-ποιός, οῦ, ὁ, ποιέω
an engineer, maker of war-engines, Plat., Xen.: a theatrical machinist, Ar.