νεβρίας

Revision as of 11:09, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A dappled like a fawn, γαλεός Arist.HA565a26, cf. Hsch.s.v. λάδας.

German (Pape)

[Seite 235] ὁ, einem Hirschkalbe ähnlich, so bunt gefleckt, γαλεός, Arist. H. A. 6, 10.

Greek (Liddell-Scott)

νεβρίας: -ου, ὁ, ποικίλος, κατάστικτος ὡς νεβρός, γαλεὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 10, 10.

Greek Monolingual

νεβρίας, ὁ (Α)
αυτός που μοιάζει με νεβρό, κατάστικτος σαν τον νεβρό («οὓς καλοῡσί τινες νεβρίας γαλεούς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + κατάλ. -ίας (πρβλ. ορνιθ-ίας)].

Russian (Dvoretsky)

νεβρίᾱς: ου adj. m похожий на оленя, т. е. пятнистый, как олень (γαλεός Arst.).