παραγώνιος

Revision as of 11:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A adjacent to an angle, Inscr.Délos 504 A6 (iii B. C.); λίθος Rev.Phil.43.202 (Didyma), Milet.7p.57.

Greek Monolingual

-ο / παραγώνιος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το παραγώνιο
τεμάχιο από σιδερένιο έλασμα σχήματος Τ ή L το οποίο χρησιμεύει για την ενίσχυση τών ξύλινων ή σιδερένιων τμημάτων μιας κατασκευής στα σημεία σύνδεσής τους
αρχ.
αυτός που βρίσκεται κοντά στη γωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + γωνία + κατάλ. -ιος].