σχολερός

Revision as of 12:28, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ά, όν,

   A idle, σχολερὸν προσθεῖναι τὰς αἰτίας τῷ γράμματι a waste of time, Sever.Clyst.5.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. οκνηρός
2. φρ. «σχολερόν ἐστι» — είναι σπατάλη χρόνου, χαμένη ώρα (Σευήρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή «απραξία, αργία» + -ερός (πρβλ. πνιγ-ερός)].