παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
Full diacritics: σχολερός | Medium diacritics: σχολερός | Low diacritics: σχολερός | Capitals: ΣΧΟΛΕΡΟΣ |
Transliteration A: scholerós | Transliteration B: scholeros | Transliteration C: scholeros | Beta Code: sxolero/s |
ά, όν, idle, σχολερὸν προσθεῖναι τὰς αἰτίας τῷ γράμματι a waste of time, Sever.Clyst.5.
-ά, -όν, Α
1. οκνηρός
2. φρ. «σχολερόν ἐστι» — είναι σπατάλη χρόνου, χαμένη ώρα (Σευήρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή «απραξία, αργία» + -ερός (πρβλ. πνιγερός)].