ἀντίδειπνος

Revision as of 12:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A taking anothers place at dinner, Luc.Gall.9.

German (Pape)

[Seite 251] eines Andern Stelle beim Mahle vertretend, Luc. Gall. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίδειπνος: -ον, ὁ λαμβάνων τὴν θέσιν ἄλλου κατὰ τὸ δεῖπνον, Λουκ. Ἀλεκτρ. 9.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui soupe à la place d’un autre.
Étymologie: ἀντί, δεῖπνον.

Spanish (DGE)

-ον
que ocupa el lugar de otro para comer ἐγὼ καὶ ἀ. καὶ διάδοχος ἐκεκλήμην Luc.Gall.9.

Greek Monolingual

ἀντίδειπνος -ον, (Α)
αυτός που παίρνει τη θέση άλλου κατά το δείπνο.

Greek Monotonic

ἀντίδειπνος: -ον (δεῖπνον), αντικαταστάτης κάποιου σε δείπνο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίδειπνος: ὁ занимающий на пиру место другого Luc.

Middle Liddell

δεῖπνον
taking another's place at dinner, Luc.