A to be or become very great, ἡ πόλις -εύσει App.Syr. 58.
[Seite 110] der Größte sein oder werden, App. Syr. 58.
μεγιστεύω: εἶμαι ἢ γίνομαι λίαν μέγας, Ἀππ. Συρ. 58· πρβλ. ἀριστεύω.
μεγιστεύω (Α) μέγιστοςείμαι ή γίνομαι μέγιστος.