μεγιστεύω

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγιστεύω Medium diacritics: μεγιστεύω Low diacritics: μεγιστεύω Capitals: ΜΕΓΙΣΤΕΥΩ
Transliteration A: megisteúō Transliteration B: megisteuō Transliteration C: megisteyo Beta Code: megisteu/w

English (LSJ)

to be or become very great, ἡ πόλις -εύσει App.Syr. 58.

German (Pape)

[Seite 110] der Größte sein oder werden, App. Syr. 58.

Greek (Liddell-Scott)

μεγιστεύω: εἶμαι ἢ γίνομαι λίαν μέγας, Ἀππ. Συρ. 58· πρβλ. ἀριστεύω.

Greek Monolingual

μεγιστεύω (Α) μέγιστος
είμαι ή γίνομαι μέγιστος.