πώλημα
English (LSJ)
ατος, τό,
A thing sold or sale, IG14.426 i 9, 430 ii 23 (Tauromenium), X.ap.Poll.3.127, 7.8.
German (Pape)
[Seite 827] τό, was verkauft wird, Handelsgegenstand, Poll. 3, 127 aus Xen.
Greek (Liddell-Scott)
πώλημα: τό, τὸ πιπρασκόμενον ὤνιον, τὸ πωλούμενον πρᾶγμα, ἢ ἡ πώλησις ὡς καὶ νῦν, Συλλ. Ἐπιγρ. 5640 IV. 23, Πολυδ. Γ´, 127, Ζ´, 8.