συνδιαλέγομαι

Revision as of 13:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A converse with or together, Ath.3.97d, Ach.Tat.6.18, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1007] dep. pass. (s. λέγω), mit, zugleich, zusammen sich unterhalten, Ath. III, 97 d.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαλέγομαι: ἀποθ., ὡς καὶ νῦν, συνομιλῶ, ἐξονυχίζεις πάντα τοῖς συνδιαλεγομένοις Ἀθήν. 97D.

Greek Monolingual

ΝΜΑ διαλέγομαι
συνομιλώ, συζητώ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ διαλέγομαι
συνομιλώ, συζητώ.