τρικύλιστος

Revision as of 13:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῠ], ον, = foreg.: metaph.,

   A easily influenced, Epicur.Fr.125.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκύλιστος: -ον, = τῷ προηγ., ἐὰν μὴ ὑμεῖς πρὸς ἐμὲ ἀφίκησθε, αὐτὸς τρικύλιστος ὅπου ἂν ὑμεῖς... παρακαλῆτε ὠθεῖσθαι Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. τρικυλίνδητος
2. μτφ. αυτός που επηρεάζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κυλιστός (< κυλίνδω «κινώ, κυλώ»)].

Russian (Dvoretsky)

τρῐκύλιστος: (ῠ) катящийся с утроенной скоростью, т. е. с величайшей поспешностью или стремительностью Diog. L.