τρικύλιστος

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐκύλιστος Medium diacritics: τρικύλιστος Low diacritics: τρικύλιστος Capitals: ΤΡΙΚΥΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: trikýlistos Transliteration B: trikylistos Transliteration C: trikylistos Beta Code: triku/listos

English (LSJ)

τρικύλιστον, = τρικυλίνδητος (thrice-rolled) ; metaph, easily influenced, Epicur. Fr. 125.

German (Pape)

τρικυλίνδητος, Epicur. bei DL. 10.5.

Russian (Dvoretsky)

τρῐκύλιστος: (ῠ) катящийся с утроенной скоростью, т. е. с величайшей поспешностью или стремительностью Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκύλιστος: -ον, = τῷ προηγ., ἐὰν μὴ ὑμεῖς πρὸς ἐμὲ ἀφίκησθε, αὐτὸς τρικύλιστος ὅπου ἂν ὑμεῖς... παρακαλῆτε ὠθεῖσθαι Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. τρικυλίνδητος
2. μτφ. αυτός που επηρεάζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κυλιστός (< κυλίνδω «κινώ, κυλώ»)].