πεζονόμος

Revision as of 13:43, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A commanding by land, A.Pers.76 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 542] das Land beweidend, darauf Unterhalt suchend, übertr. bei Aesch. Pers. 76, ἐλαύνει διχόθεν, πεζονόμοις ἔκ τε θαλάσσης, vom Landheere.

Greek (Liddell-Scott)

πεζονόμος: -ον, ὁ κατὰ ξηρὰν διοικῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 76.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propr. qui paît sur terre ; fig. qui combat sur terre.
Étymologie: πεζός, νέμω.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για στρατηγούς) αυτός που είναι αρχηγός τών χερσαίων πολεμικών επιχειρήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -νόμος].

Greek Monotonic

πεζονόμος: -ον (νέμω), αυτός που διοικεί στην ξηρά, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεζονόμος -ον [πεζός, νέμω] voetvolk commanderend.

Russian (Dvoretsky)

πεζονόμος: сухопутный, т. е. воюющий на суше Aesch.

Middle Liddell

πεζο-νόμος, ον, νέμω
commanding by land, Aesch.