περιμετωπίδιος
English (LSJ)
ον,
A on the forehead, ἱδρώς Hp.Mul.2.171 (cod. θ).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται γύρω από το μέτωπο («περιμετωπίδιος ἱδρώς», Ιπποκρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + μετωπίδιος (< μέτωπον)].
ον,
A on the forehead, ἱδρώς Hp.Mul.2.171 (cod. θ).
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται γύρω από το μέτωπο («περιμετωπίδιος ἱδρώς», Ιπποκρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + μετωπίδιος (< μέτωπον)].