περιμετωπίδιος

Revision as of 13:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A on the forehead, ἱδρώς Hp.Mul.2.171 (cod. θ).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται γύρω από το μέτωποπεριμετωπίδιος ἱδρώς», Ιπποκρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + μετωπίδιος (< μέτωπον)].