ἀνεπίβατος

Revision as of 14:12, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A not to be climbed, γυμνῷ ποδί Str. 12.3.11; inaccessible, Plu.2.228b.

German (Pape)

[Seite 224] unzugänglich, ἀνεπίβατον ποιεῖν τι, den Zugang zu etwas versperren, Plut. u. D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίβᾰτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, ἄβατος, ἀδιάβατος, Στράβ. 545: ἀπροσπέλαστος, Πλούτ. 2. 228Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inaccessible.
Étymologie: ἀ, ἐπιβαίνω.

Spanish (DGE)

-ον
inaccesible τὴν τῆς πέτρας ἐπιφάνειαν ... ἀνεπίβατον ... γυμνῷ ποδί Str.12.3.11, cf. Plu.2.228b, Sm.Ie.9.12
fig. inalcanzable σοφία Clem.Al.Strom.1.5.29
subst. τὸ ἀ. lo inalcanzable Nil.M.79.961A.

Greek Monolingual

ἀνεπίβατος, -ον (AM)
αδιάβατος, απροσπέλαστος, απρόσιτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπίβατος: недоступный, неприступный Plut., Diod.