ἐξερωέω

Revision as of 14:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A swerve from the course, of shy horses, αἱ δ' ἐξηρώησαν Il. 23.468; ἐξηρώησε κελεύθου Theoc.25.189.

German (Pape)

[Seite 879] aus der Bahn weichen, von scheuen Pferden, durchgeyen, Il. 23, 468; ἐξηρώησε κελεύθου, er wich aus dem Wege, Theocr. 25, 189.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξερωέω: ὁρμῶ ἔξω τοῦ δρόμου, ἀφηνιάζω, ἐπὶ πτοηθέντος ἵππου, αἱ δ’ ἐξηρώησαν Ἰλ. Ψ. 468· ἐξηρώησε κελεύθου Θεόκρ. 25. 189.

French (Bailly abrégé)

-ωῶ;
ao. ἐξηρώησα;
s’élancer hors de la carrière, s’emporter en parl. de chevaux.
Étymologie: ἐξ, ἐρωέω.

English (Autenrieth)

only aor. ἐξερώησαν (ἵπποι), have run away, ‘bolted,’ Il. 23.468†.

Greek Monotonic

ἐξερωέω: μέλ. -ήσω, βγαίνω με ορμή έξω από το δρόμο, παρεκκλίνω, λοξοδρομώ, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξερωέω: сворачивать в сторону (μέσσης κελεύθου Theocr.): αἱ (ἵπποι) ἐξηρώησαν Hom. лошади метнулись в сторону.

Middle Liddell

fut. ήσω
to swerve from the course, Il.