παρεκκλίνω

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκκλίνω Medium diacritics: παρεκκλίνω Low diacritics: παρεκκλίνω Capitals: ΠΑΡΕΚΚΛΙΝΩ
Transliteration A: parekklínō Transliteration B: parekklinō Transliteration C: parekklino Beta Code: parekkli/nw

English (LSJ)

[ῑ],
A turn somewhat aside, ἑαυτόν Archig. ap.Gal.12.656.
2 alter slightly, of the form of a word, D.H.5.47.
II turn aside from, shun, ἀλλήλας Arist.HA578b10.
2 abs., turn aside, deviate, Aeschin.1.176; ἡ καρδία μικρὸν εἰς τὰ εὐώνυμα π. Arist.PA666b7; ὄνομα μικρὸν παρεκκλῖνον ἀπὸformed by a slight deviation from... as ἦθος from ἔθος, Id.EN1103a18 (here and elsewhere with v.l. παρεγκλ-).

German (Pape)

[Seite 513] von der Seite ab- u. anderswohin biegen od. neigen, bes. von der Beugung u. Veränderung eines Wortes, τοὔνομα, D. Hal. 5, 47; gew. intrans., ausweichen, abbiegen, εἰς τὰ εὐώνυμα, Arist. part. anim. 3, 4 u. Sp.; auch c. accus., sich von Jemandem abwenden, ihn vermeiden, Arist. H. A. 6, 29 u. Sp.; absol., ausweichen, Aesch. 1, 176.

French (Bailly abrégé)

se détourner.
Étymologie: παρά, ἐκκλίνω.

Russian (Dvoretsky)

παρεκκλίνω: (ῑ)
1 отклонять, смещать (εἰς τὰ εὐώνυμα Arst.);
2 отклоняться: π. ἀλλήλους Arst. расходиться врозь, избегать друг друга.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκκλίνω: [ῑ], κλίνω ὀλίγον εἰς τὰ πλάγια ἢ πρὸς μέρος τι, ἑαυτὸν Ἀρχιγ. παρὰ Γαλην. 13. 408· - μεταβάλλω ὀλίγον, ἐπὶ τῆς κλίσεως τῶν λέξεων, Διον. Ἁλ. 6. 29, 1. ΙΙ. στρέφομαι κατὰ μέρος ἀπομακρυνόμενος ἀπό τινος, ἀποφεύγω, ἀλλήλους Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 29, 1. 2) ἀπολ., παρεκβαίνω, μηδαμῇ παρεκκλίνειν αὐτὸν ἐᾶν Αἰσχίν. 171 (176)· ἡ καρδία μικρὸν εἰς τὰ εὐώνυμα π., κλίνει πλαγίως, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 19· ὄνομα μικρὸν παρεκκλῖνον ἀπὸ ..., ἐσχηματισμένον διὰ μικρᾶς ἀλλοιώσεως ἀπὸ τοῦ..., οἷον ἦθος ἐκ τοῦ ἔθος, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 2. 1, 1. - Συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ παρεγκλίνω.

Greek Monolingual

ΝΑ εκκλίνω
1. γέρνω κάτι προς τα πλάγια ή προς άλλη διεύθυνση, απομακρύνω ή εκτρέπω κάτι από την αρχική του θέση ή διεύθυνση και το κάνω να πάρει λοξή θέση ή να λοξοδρομήσει
2. απομακρύνομαι από την αρχική μου θέση, πορεία ή διεύθυνση, αποκλίνω, λοξοδρομώ
3. μτφ. εκτρέπομαι, παίρνω τον κακό δρόμο, φεύγω από τον δρόμο της ηθικής, παραστρατώ, παραβαίνω ιδεολογικές ή πολιτικές αρχές και διακηρυγμένους σκοπούς
νεοελλ.
αστρον. ξεφεύγω από την τροχιά μου σχηματίζοντας με αυτήν μικρή γωνία
αρχ.
1. στρέφομαι κατά μέρος απομακρυνόμενος από κάποιον, αποστρέφομαι, αποφεύγω
2. (σχετικά με τύπους λέξεων) μεταβάλλω λίγο.

Greek Monotonic

παρεκκλίνω: [ῑ], μέλ. -κλῐνῶ, παρεκκλίνω, εκτρέπομαι, σε Αισχίν.

Middle Liddell

fut. -κλῐνῶ
to deviate, Aeschin.