τρίπυργος

Revision as of 14:46, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A with three towers, Orac.Sib. inEM147.38.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπυργος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς πύργους, Ἀρόη τρίπυργος ἔσσετ’ εὐδαίμων Χρησμ. Σιβ. ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 147, 37.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για πόλη ή περιοχή) αυτός που έχει τρεις πύργους («Ἀρόη τρίπυργος», Μέγα Ετυμολογικόν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πύργος (πρβλ. τετρά-πυργος)].