τρίπυργος

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίπυργος Medium diacritics: τρίπυργος Low diacritics: τρίπυργος Capitals: ΤΡΙΠΥΡΓΟΣ
Transliteration A: trípyrgos Transliteration B: tripyrgos Transliteration C: tripyrgos Beta Code: tri/purgos

English (LSJ)

τρίπυργον, with three towers, Orac.Sib. inEM147.38.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπυργος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς πύργους, Ἀρόη τρίπυργος ἔσσετ’ εὐδαίμων Χρησμ. Σιβ. ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 147, 37.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για πόλη ή περιοχή) αυτός που έχει τρεις πύργους («Ἀρόη τρίπυργος», Μέγα Ετυμολογικόν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πύργος (πρβλ. τετράπυργος)].