ἐμμετρέω

Revision as of 15:12, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A measure by or according to, τῇ προθυμίᾳ τὰ σιτία AP4.3.18 (Agath.), v.l. for συμμ- in Luc.Gall.27.    2 simply, measure out, provide, PMasp.138iv1 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 808] woran abmessen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμετρέω: μετρῶ συμφώνως πρός τι, τῇ προθυμίᾳ Ἀγαθ. ἐν Ἀνθ. Π. 43, 18· οὕτως ἐν Λουκ. Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 27, μετὰ διαφ. γρ. συμμ-.

Spanish (DGE)

1 econ. medir el grano, gener. para efectuar un pago en especie, abonar, pagar en especie ἀχύρου λί(τρας) ρν OMich.181.3 (IV d.C.), cf. PMasp.138.4.1 (VI d.C.), CPR 7.45.5 (VI d.C.), en v. pas. πυροῦ ἐνμετρουμένου εἰς θησαυρούς PTheon 14.4 (II d.C.).
2 fig., c. dat. abstr. ajustar, adaptar, amoldar τῇ προθυμίᾳ ... ἐμμετρεῖν τὰ σιτία AP 4.3.18 (Agath.)
concebir de acuerdo con τῷ ἐπιφαινομένῳ χαρακτῆρι ... ἐμμετρεῖ ... τὴν ὑπόστασιν Gr.Nyss.Perf.189.7.

Russian (Dvoretsky)

ἐμμετρέω: соизмерять (τί τινι Anth.; ταῖς φυσικαῖς χρείαις ἐμμεμετρημένος βίος Luc. - v. l. ξυμμεμετρημένος).