ἐμμετρέω
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
A measure by or according to, τῇ προθυμίᾳ τὰ σιτία AP4.3.18 (Agath.), v.l. for συμμετρέω in Luc.Gall.27.
2 simply, measure out, provide, PMasp.138iv1 (vi A.D.).
Spanish (DGE)
1 econ. medir el grano, gener. para efectuar un pago en especie, abonar, pagar en especie ἀχύρου λί(τρας) ρν OMich.181.3 (IV d.C.), cf. PMasp.138.4.1 (VI d.C.), CPR 7.45.5 (VI d.C.), en v. pas. πυροῦ ἐνμετρουμένου εἰς θησαυρούς PTheon 14.4 (II d.C.).
2 fig., c. dat. abstr. ajustar, adaptar, amoldar τῇ προθυμίᾳ ... ἐμμετρεῖν τὰ σιτία AP 4.3.18 (Agath.)
•concebir de acuerdo con τῷ ἐπιφαινομένῳ χαρακτῆρι ... ἐμμετρεῖ ... τὴν ὑπόστασιν Gr.Nyss.Perf.189.7.
German (Pape)
[Seite 808] woran abmessen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμετρέω: μετρῶ συμφώνως πρός τι, τῇ προθυμίᾳ Ἀγαθ. ἐν Ἀνθ. Π. 43, 18· οὕτως ἐν Λουκ. Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 27, μετὰ διαφ. γρ. συμμ-.
Russian (Dvoretsky)
ἐμμετρέω: соизмерять (τί τινι Anth.; ταῖς φυσικαῖς χρείαις ἐμμεμετρημένος βίος Luc. - v.l. ξυμμεμετρημένος).