ὀξυθάνατος

Revision as of 15:18, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[θᾰ], ον,

   A dying quickly, shortlived, Eun. Hist.p.269 D., Heliod.Astr. in Cat.Cod.Astr.4.154.    II killing quickly, Str.17.2.4 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 352] schnell tödtend, ἀσπίς, Strab. 17, 2, im compar.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠθάνᾰτος: -ον, ὁ ταχέως ἀποθνήσκων, βραχύβιος, Εὐναπ. Ἐκλογ. σ. 293 ἔκδ. Mai. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ταχέως φονεύων, Στράβ. 823.

Greek Monolingual

ὀξυθάνατος, -ον (Α)
1. αυτός που πεθαίνει πρόωρα, λιγόζωος, βραχύβιος
2. αυτός που προκαλεί τον θάνατο μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, που φονεύει ταχέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + θάνατος.