ὑπόλισπος

Revision as of 15:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Att. ὑπόλισφος, ον,

   A flat underneath, πυγίδια Ar.Eq. 1368; τὰ ὑπὸ τῷ ἰσχίῳ μήτε ὑπόλισφα ἔστω μήτ' αὖ περιττά Philostr. Gym.35; of persons, flat-hipped, Poll.2.184, Phryn.PS p.117B.; [παρθένοι] Ruf. ap. Orib.inc.2.24.

German (Pape)

[Seite 1224] etwas glatt, schlüpfrig, πυγίδια Ar. Equ. 1365.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλισπος: Ἀττικ. -λισφος, ον, τετριμμένος πως ἢ ἐστενωμένος, ἐπὶ τῆς πυγῆς τῶν ἐρετῶν, διὰ τὴν συνεχῆ εἰρεσίαν, - πρῶτον μὲν ὁπόσοι ναῦς ἐλαύνουσιν μακράς, καταγομένοις τὸν μισθὸν ἀποδώσω ’ντελῆ. - ΑΓ. πολλοῖς γ’ ὑπολίσποις πυγιδίοισιν ἐχαρίσω Ἀριστοφ. Ἱππ. 1368, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 184, Α. Β. 68.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
un peu plat, un peu maigre.
Étymologie: ὑπό, λίσπος.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ὑπόλισφος, -ον, Α
(ως κωμικός χαρακτηρισμός τών γλουτών τών κωπηλατών) πεπλατυσμένος στην κάτω επιφάνεια («πολλοῑς γ' ὑπολίσποις πυγιδίοισιν ἐχαρίσω», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λίσπος / λίσφος «λείος»].

Greek Monotonic

ὑπόλισπος: Αττ. -λισφος, -ον, κάπως λείος, τριμμένος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόλισπος: атт. ὑπόλισφος 2 несколько вытертый, разглаженный (πυγίδια Arph.).

Middle Liddell

ὑπό-λισπος, αττιξ -λισφος, ον,
somewhat smooth, worn smooth, Ar.