ψυχοπότης

Revision as of 15:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A drinking the life, i. e. the blood, Hsch. s.v. εἰαροπότης.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχοπότης: -ου, ὁ, ὁ πίνων τὴν ψυχήν, δηλ. τὸ αἷμα, Ἡσύχ. ἐν λ. εἰαροπότης, ἣν ἑρμηνεύει: «αἱμοπότης, ψυχοπότης».

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που πίνει αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πότης (< θ. πο- του πίνω), πρβλ. γλυκυ-πότης.