ψυχοπότης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A drinking the life, i. e. the blood, Hsch. s.v. εἰαροπότης.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχοπότης: -ου, ὁ, ὁ πίνων τὴν ψυχήν, δηλ. τὸ αἷμα, Ἡσύχ. ἐν λ. εἰαροπότης, ἣν ἑρμηνεύει: «αἱμοπότης, ψυχοπότης».
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που πίνει αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πότης (< θ. πο- του πίνω), πρβλ. γλυκυ-πότης.