ἀντιδέομαι

Revision as of 15:28, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A entreat in return, Pl.La.186d.

German (Pape)

[Seite 251] (s. δέομαι), dagegen bitten, τινός τι, Plat. Lach. 186 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδέομαι: μέλλ. -δεήσομαι, ἀποθ., δέομαι καὶ ἐγὼ ἐν τῷ μέρει, ἀνθικετεύω, Πλάτ. Λάχ. 186D.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
demander à son tour, τινός τι qch à qqn.
Étymologie: ἀντί, δέομαι.

Spanish (DGE)

pedir a su vez τοῦτο οὖν σου ἐγὼ ἀντιδέομαι Pl.La.186d.

Greek Monolingual

ἀντιδέομαι (Α)
ικετεύω κι εγώ.

Greek Monotonic

ἀντιδέομαι: μέλ. -δεήσομαι, αποθ., ικετεύω με τη σειρά μου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδέομαι: просить со своей стороны (τί τινος Plat.).

Middle Liddell

Dep. to entreat in return, Plat.