entreat
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. αἰτεῖν, παραιτεῖσθαι, ἱκετεύειν, δεῖσθαι (gen.), λιπαρεῖν, Ar. and P. ἀντιβολεῖν, V. λίσσεσθαι, ἀντιάζειν, προσπίτνειν, προστρέπειν, προστρέπεσθαι, ἐξικετεύειν, Ar. and V. ἱκνεῖσθαι, ἄντεσθαι.
entreat the gods: see supplicate, pray.
ask for: P. and V. αἰτεῖν; (acc.) (or mid.), ἀπαιτεῖν (acc.), V. ἐξαιτεῖν; (acc.).
as a favour: P. and V. παραιτεῖσθαι; (acc.), προσαιτεῖν (acc.), ἐπαιτεῖν (acc.).
entreat something of a person: P. and V. αἰτεῖν; (τινά τι) (or mid.), παραιτεῖσθαί (τινά τι), ἀπαιτεῖν (τινά τι), δεῖσθαί (τινός τι), προσαιτεῖν (τινά τι), V. ἐξαιτεῖν; (τινά τι), καθικετεύειν (τινός τι); see ask.
join in entreating: P. συνδεῖσθαι (τινι, also τινός τι).
entreat in return: P. συνδεῖσθαι (τινός τι).