ἁμαξόβιος

Revision as of 15:32, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A living in wagons, as nomad tribes do, Porph.Abst. 3.15.

German (Pape)

[Seite 116] auf dem Wagen lebend, von den Scythen, die als Nomaden ihr Hab u. Gut auf Wagen mit sich führen, Strab. Ebenso

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξόβιος: -ον, ὁ ἐφ’ ἁμάξης διάγων τὸν βίον, ὡς αἱ νομαδικαὶ φυλαί, Πορφ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψ. 3. 15, πρβλ. Ὁράτ. Carm. 3. 24, 10.

Spanish (DGE)

-ον
1 que vive en carromatosde pueblos nómadas (escitas, etc.), Porph.Abst.3.15, Iust.Phil.Dial.117.5, Chrys.M.61.506, Thdt.M.80.1220A.
2 como n. pr. οἱ ἁ. hamaxobios o Gente de los carros tribu de la Sarmacia europea, Ptol.Geog.3.5.19.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἁμαξόβιος, -ον)
1. (για νομάδες) αυτός που χρησιμοποιεί την άμαξα και ως κατοικία
2. αυτός που του αρέσει να περνά τον καιρό του επάνω σε άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + βίος.