ἁμαξόβιος

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαξόβιος Medium diacritics: ἁμαξόβιος Low diacritics: αμαξόβιος Capitals: ΑΜΑΞΟΒΙΟΣ
Transliteration A: hamaxóbios Transliteration B: hamaxobios Transliteration C: amaksovios Beta Code: a(maco/bios

English (LSJ)

ἁμαξόβιον, living in wagons, as nomad tribes do, Porph.Abst. 3.15.

Spanish (DGE)

-ον
1 que vive en carromatos de pueblos nómadas (escitas, etc.), Porph.Abst.3.15, Iust.Phil.Dial.117.5, Chrys.M.61.506, Thdt.M.80.1220A.
2 como n. pr. οἱ ἁ. hamaxobios o Gente de los carros tribu de la Sarmacia europea, Ptol.Geog.3.5.19.

German (Pape)

[Seite 116] auf dem Wagen lebend, von den Scythen, die als Nomaden ihr Hab u. Gut auf Wagen mit sich führen, Strab. Ebenso

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξόβιος: -ον, ὁ ἐφ’ ἁμάξης διάγων τὸν βίον, ὡς αἱ νομαδικαὶ φυλαί, Πορφ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψ. 3. 15, πρβλ. Ὁράτ. Carm. 3. 24, 10.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἁμαξόβιος, -ον)
1. (για νομάδες) αυτός που χρησιμοποιεί την άμαξα και ως κατοικία
2. αυτός που του αρέσει να περνά τον καιρό του επάνω σε άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + βίος.