ἐργοδοσία

Revision as of 15:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A letting out work, Arch.Anz.1904.8(Milet.).

Greek Monolingual

η (AM ἐργοδοσία)
νεοελλ.
οι εργοδότες ως ομάδα ή ως τάξη
αρχ.-μσν.
η ανάθεση εργασίας για εκτέλεση.