ἱμαντόδετος

Revision as of 15:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A bound with thongs, gloss on τρητοῖσι, Sch.Od.1.440.

German (Pape)

[Seite 1252] mit Riemen gebunden, Schol. Od. 1, 440.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμαντόδετος: -ον, δεδεμένος δι’ ἱμάντων, Σχολ. εἰς Ὀδ. Α. 440.

Greek Monolingual

ἱμαντόδετος, -ον (Α)
δεμένος με ιμάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -δετος (< δετός < δέω), πρβλ. λινό-δετος, σχοινό-δετος].