[ῐ], ον,
A with violet robe, Hsch.
ἰόπεπλος: -ον, φορῶν πέπλον χρώματος ἴου, Ἡσύχ. ἐν λ. ἰόπλοκος.
ἰόπεπλος, -ον (Α)αυτός που φορά πέπλο με χρώμα ίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -πεπλος (< πέπλος), πρβλ. αγλαό-πεπλος, καλλί-πεπλος].