ἰόπεπλος

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰόπεπλος Medium diacritics: ἰόπεπλος Low diacritics: ιόπεπλος Capitals: ΙΟΠΕΠΛΟΣ
Transliteration A: iópeplos Transliteration B: iopeplos Transliteration C: iopeplos Beta Code: i)o/peplos

English (LSJ)

[ῐ], ον, with violet robe, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἰόπεπλος: -ον, φορῶν πέπλον χρώματος ἴου, Ἡσύχ. ἐν λ. ἰόπλοκος.

Greek Monolingual

ἰόπεπλος, -ον (Α)
αυτός που φορά πέπλο με χρώμα ίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -πεπλος (< πέπλος), πρβλ. αγλαόπεπλος, καλλίπεπλος].