αὐτοδαής

Revision as of 15:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ές,

   A self-taught, ἀρετά Diagor.1; ὀρχήματα S.Aj. 700 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 397] ές, selbst gelernt, natürlich, ὀρχήματα, Soph. Ai. 685, Schol. ἃ ἐκ φύσεως ἔχεις.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοδαής: -ές, αὐτοδίδακτος, ἀρετὰ Διαγόρ. ἐν Bgk. Λυρ. σ. 846: ὀρχήματ’ αὐτοδαῆ, «αὐτομαθῆ, ἃ σὺ σαυτὸν ἐδίδαξας» (Σχόλ.) Σοφ. Αἴ. 700.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s’apprend de soi-même, càd sans étude, naturel.
Étymologie: αὐτός, διδάσκω.

Spanish (DGE)

-ές
1 aprendido por sí mismo, natural ἀρετά Diagor.1.3, ὀρχήματα S.Ai.700.
2 conocedor por sí mismo, e.e., sin maestros αὐ. ἱερῶν γινόμενος κριμάτων llegando a conocer por sí mismo las decisiones sagradas, CIRB 121 (imper.).

Greek Monolingual

αὐτοδαής, -ές (Α)
αυτοδίδακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -δαής < εδάην, αόρ. β' του δάω «μαθαίνω» (πρβλ. το ομόρριζο διδάσκω)].

Greek Monotonic

αὐτοδαής: -ές (*δάω), αυτοδίδακτος, μη προμελετημένος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοδᾰής: лично изобретенный, собственной выдумки (ὀρχήματα Soph.).

Middle Liddell

[!δάω]
self-taught, unpremeditated, Soph.