βαθύρριζος

Revision as of 15:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ον,

   A deep-rooted, δρῦς S.Tr.1195, cf. A.R.1.1199, Q.S. 4.202; πέτρα, i.e. lofty, Trag.Adesp.203: Comp.-ριζότερος Thphr. HP1.7.2.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύρριζος: -ον, ὁ βαθέως ἐρριζωμένος, δρῦς Σοφ. Τρ. 1195· συγκρ. –ριζότερος Θεοφρ. Ι. Φ. 1. 7, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux racines profondes.
Étymologie: βαθύς, ῥίζα.

Spanish (DGE)

(βᾰθύρριζος) -ον
de honda raíz δρῦς S.Tr.1195, cf. A.R.1.1199, Thphr.HP 1.6.6, 3.6.5, Q.S.4.202
de inamovible base πέτρα Trag.Adesp.203.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM βαθύρριζος, -ον)
αυτός του οποίου οι ρίζες απλώνονται βαθιά.

Greek Monotonic

βᾰθύρριζος: -ον (ῥίζα), βαθιά ριζωμένος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

βαθύρριζος: пустивший глубокие корни (δρύς Soph.).

Middle Liddell

ῥίζα
deep-rooted, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθύρριζος -ον βαθύς, ῥίζος] met diepe wortels.