εὐκράδαντος

Revision as of 15:52, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

[κρᾰ], ον, (κρᾰδαίνω)

   A well-poised, gloss on ῥαδαλός, EM701.53.

German (Pape)

[Seite 1076] wohl geschwungen, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκράδαντος: -ον, (κρᾰδαίνω) ὁ εὐκόλως κραδαινόμενος, σειόμενος, εὔσειστος, «ῥαδαλὸν δὲ ἀκουστέον τὸ εὐκράδαντον» Ἐτυμ. Μ. 701. 53.

Greek Monolingual

εὐκράδαντος, -ον (Α)
αυτός που κραδαίνεται, σείεται ή κλονίζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κραδαντος (< κραδαίνω), πρβλ. α-κράδαντος].