ἀκουστέον
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
English (LSJ)
A one must hear or hearken to, c. gen. pers., E.IA 1010, X.Smp.3.9, etc. (also in plural ἀκουστέα, Hdt.3.61; τῶν κρατούντων ἐστὶ πάντ' ἀκουστέα S.El.340): c. acc. rei, Pl.R. 386a: abs., S.OT 1170.
b one must understand, τι διττῶς Str.9.5.12, cf. Gal. 15.484, Olymp.in Mete.337.14; one must interpret, ὀνείρους Artem. 1.3.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 hay que escuchar u obedecer c. gen. σοῦ E.IA 1010, X.Smp.3.9, τῶν κρατούντων S.El.340, Σμέρδιος τοῦ Κύρου Hdt.3.61, c. ac. τὰ μὲν δὴ περὶ θεούς ... ἀ. Pl.R.386a, c. εἰ: ἀ. εἴ τις οἶδε Hp.Hum.18, abs. S.OT 1170.
2 hay que entender τι διττῶς Str.9.5.12, τὴν ἀσθένειαν Gal.15.484.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκουστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀκούω, πρέπει τις νὰ ἀκούση ἢ νὰ δώσῃ προσοχήν, μ. γεν. προσ., Ἡρόδ. 3. 61, Εὐρ. Ι. Α. 1010, Ξεν., κτλ.· μετ’ αἰτ, πράγμ., Πλάτ. Πολ. 386Α: ― ἀπολ., Σοφ. Ο. Τ. 1170. 2) ἀκουστέος, α, ον, ὑπακουστέος, πρέπει νὰ ὑπακούηται, τῶν κρατούντων ἐστὶ πάντ’ ἀκουστέα, ὁ αὐτ. Ἠλ. 340· ― πρβλ. ἀκούω IV.
Greek Monotonic
ἀκουστέον: ρημ. επίθ. του ἀκούω,
1. αυτό που πρέπει κάποιος να ακούσει ή να του δώσει προσοχή, με γεν. προσ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., σε Πλάτ.
2. ἀκουστέος, -α, -ον, αυτόν που πρέπει να υπακούει κάποιος, σε Σοφ.
Middle Liddell
verb. adj. of ἀκούω
1. one must hear or hearken to, c. gen. pers., Hdt., etc.; c. acc. rei, Plat.
2. ἀκουστέος, α, ον, to be hearkened to, Soph.