κριθαία
English (LSJ)
ἡ, (κριθή)
A barley-pottage, Hom.Epigr.15.7.
German (Pape)
[Seite 1508] ἡ, Gerstenbrei, H. ep. 15, 7.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑθαία: ἡ, (κριθὴ) ἕψημα κριθῆς, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 15. 7.
Greek Monolingual
κριθαία, ἡ (Α)
σούπα από κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + κατάλ. -αία (πρβλ. αλμ-αία, σιτ-αία)].