θερμοκοίλιος

Revision as of 15:53, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ον,

   A hot-stomached, Hp.Epid.6.4.19.

German (Pape)

[Seite 1201] von hitzigem Magen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

θερμοκοίλιος: -ον, ἔχων θερμὴν κοιλίαν, θερμόν στόμαχον, Ἱππ. 1180G.

Greek Monolingual

θερμοκοίλιος, -ον (Α)
(για ζώα) αυτός που έχει θερμή κοιλιά, θερμό στομάχι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -κοίλιος < κοιλία (πρβλ. εγ-κοίλιος, μονο-κοίλιος)].