λυσιπόλεμος

Revision as of 15:54, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ὁ, name of a

   A war-engine invented by Dorion, Pap.in Abh. Berl.Akad.1904(2).9 (ii B. C.).

Greek Monolingual

λυσιπόλεμος, ὁ (Α)
ονομασία πολεμικής μηχανής που εφευρέθηκε από τον Δωρίωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + πόλεμος (< πελεμίζω), πρβλ. μισο-πόλεμος, φιλο-πόλεμος.