λυσιπόλεμος

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσιπόλεμος Medium diacritics: λυσιπόλεμος Low diacritics: λυσιπόλεμος Capitals: ΛΥΣΙΠΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: lysipólemos Transliteration B: lysipolemos Transliteration C: lysipolemos Beta Code: lusipo/lemos

English (LSJ)

ὁ, name of a war-engine invented by Dorion, Pap.in Abh. Berl.Akad.1904(2).9 (ii B. C.).

Greek Monolingual

λυσιπόλεμος, ὁ (Α)
ονομασία πολεμικής μηχανής που εφευρέθηκε από τον Δωρίωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + πόλεμος (< πελεμίζω), πρβλ. μισοπόλεμος, φιλοπόλεμος.