μαζίσκη

Revision as of 15:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ἡ, = foreg.,

   A barley-scone, Ar.Eq.1105, 1166.

Greek (Liddell-Scott)

μαζίσκη: ἡ, ὑποκορ. τοῦ μᾶζα, μικρὸν ζυμαρικὸν ἐκ κριθίνου ἀλεύρου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1105, 1166.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
galette d’orge.
Étymologie: μᾶζα.

Greek Monolingual

μαζίσκη, ἡ (ΑM) μᾱζα
μσν.
μικρή μάζα, μικρός σβώλος
αρχ.
μικρό ζυμαρικό από κριθαρένιο αλεύρι.

Greek Monotonic

μαζίσκη: ἡ, υποκορ. του μᾶζα, γλύκισμα από κριθάρι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μαζίσκη: ἡ лепешка Arph.

Middle Liddell

μαζίσκη, ἡ, [Dim. of μᾶζα,]
a barley-scone, Ar.