μελανδίνης

Revision as of 15:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A dark-eddying, Γάγγης D.P. 577.

German (Pape)

[Seite 119] ὁ, schwarzwirbelnd, Γάγγης, D. Per. 577.

Greek (Liddell-Scott)

μελανδίνης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἔχων, σχηματίζων μελαίνας δίνας, Διον. Π. 577.

Greek Monolingual

μελανδίνης, ὁ (Α)
(για ποταμό) αυτός που σχηματίζει μαύρες, σκοτεινές δίνες («μελανδίνην ἀνὰ Γάγγην», Διον. Περ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + δίνη (πρβλ. βαθυ-δίνης)].