μηλοβοσκός

Revision as of 15:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

όν,

   A sheep-feeding, δώματα E.Hyps.Fr.5(3).24.

Greek Monolingual

μηλοβοσκός, -όν (Α)
αυτός που εκτρέφει πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + βοσκός (< βόσκω), πρβλ. χοιρο-βοσκός.