ἀγάφθεγκτος
English (LSJ)
ον, (φθέγγομαι)
A loud-sounding, ἀοιδαί Pi.O.6.91.
German (Pape)
[Seite 10] ἀοιδή, Pind. Ol. 6, 91, stark tönender Sang.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάφθεγκτος: -ον, (φθέγγομαι), μεγάλα φθεγγόμενος, μεγαλόφωνος, ἀοιδαί, Πίνδ. Ὀ. 6. 155.
English (Slater)
ᾰγάφθεγκτος, -ον
1 loudly sounding ἀγαφθέγκτων ἀοιδᾶν (O. 6.91)
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
de poderosa voz ἀοιδαί Pi.O.6.91.
Russian (Dvoretsky)
ἀγάφθεγκτος: громкий, звонкий (ἀοιδαί Pind.).